- στοιχειοχύτης
- ο полигр, словолитчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στοιχειοχύτης — ο, Ν τεχνίτης που εργάζεται σε στοιχειοχυτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + χύτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
στοιχειοχυτικός — ή, ό, Ν [στοιχειοχύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τυπογραφικών στοιχείων στο στοιχειοχυτήριο … Dictionary of Greek